- Κύφοι
- Κύφοςfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυφοί — κυφόομαι have curvature of the spine pres subj mp 2nd sg κυφόομαι have curvature of the spine pres ind mp 2nd sg κῡφοί , κυφός bent forwards masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρτοειδής — κυρτοειδής, ές (Α) 1. χαρακτηρισμός τών ζωδιακών σημείων στα οποία γεννιώνται οι κυφοί, οι καμπούρηδες 2. (για τη σελήνη) κυρτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + ειδής*] … Dictionary of Greek